- φουρνόφτυαρο
- το см, φουρνόξυλο 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουρνόφτυαρο — το μακρύ κοντάρι, που στη μια του άκρη καταλήγει σε πλατιά σανίδα, ένα είδος φτυαριού, με το οποίο βάζουν στο φούρνο όσα είναι για ψήσιμο και βγάζουν τα ψημένα, το φουρνόξυλο: Από ένα ξύλο φτιάνουν και το φουρνόφτυαρο και το κοπρόφτυαρο (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρνόφτυαρο — το, Ν ξύλινο φτυάρι με μακρύ κοντάρι για την τοποθέτηση ψωμιών και ταψιών στον φούρνο και εξαγωγή τους από αυτόν … Dictionary of Greek
κοπρόφτυαρο — το 1. φτυάρι με το οποίο μεταφέρεται η κοπριά, σκατόφτυαρο 2. παροιμ. «από ένα ξύλο φτιάνουν και το φουρνόφτυαρο και το κοπρόφτυαρο» οι άνθρωποι, όσο και αν διαφοροποιούνται μεταξύ τους στα επαγγέλματα και στην κοινωνική θέση, κατά βάθος είναι οι … Dictionary of Greek
φουρνόξυλο — το, Ν 1. μακρύ κοντάρι με το οποίο μετακινούνται τα κάρβουνα στην επιφάνεια τής πλάκας τού φούρνου 2. φουρνόφτυαρο … Dictionary of Greek
φουρνόξυλο — το 1. μακρύ κοντάρι για να κανονίζεται η φωτιά του φούρνου. 2. μακρύ κοντάρι με πανί στη μια του άκρη για τον καθαρισμό του εσωτερικού του φούρνου. 3. μακρύ κοντάρι που καταλήγει σε σανίδα, με το οποίο βάζουν στο φούρνο όσα είναι για ψήσιμο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)